- υποκυρτώ
- -όω, ΜΑ [ὑπόκυρτος]μσν.(αμτβ.) κυρτώνω λίγο («προσφωνοῡντες, ὑποκυρτοῡντες», Ευστ.)αρχ.1. καθιστώ κάτι λίγο κυρτό2. παθ. ὑποκυρτοῡμαι, -όομαιγίνομαι λίγο κυρτός («τὸ ἕλκος ὑποκυρτοῡται», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.